- φρεάτιον
- φρεᾱτ-ιον, τό, Dim. of φρέαρ, PSI4.423.39 (iii B. C.), PCair.Zen.745.18 (iii B. C.), Moer.p.193P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρεάτιον — neut nom/voc/acc sg φρεάτιος masc acc sg φρεάτιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίοις — φρεάτιον neut dat pl φρεάτιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίου — φρεάτιον neut gen sg φρεάτιος masc/neut gen sg φρεᾱτίου , φρεατίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίων — φρεάτιον neut gen pl φρεάτιος fem gen pl φρεάτιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεάτια — φρεάτιον neut nom/voc/acc pl φρεάτιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεάτιο — το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α [φρέαρ, ατος] υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι νεοελλ. 1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα 2. ναυτ. α)… … Dictionary of Greek